- ος
- (I)η, ο (ΑΜ ὅς, ἥ, ὅ, Α αρσ. και ὃ)(αναφ. αντων.)1. ο οποίος (α. «ο περί ου ο λόγος» — αυτός για τον οποίο μιλάμεβ. «φίλον θάλος, ὃν τέκον αὐτή», Ομ. Ιλ.)2. φρ. α) «καθ' ο», «καθ' α» και, με συντμ., «καθό», «καθά»i) λόγω τού ότιii) ακριβώς όπωςβ) «δι' ο» και, με συντμ., «διό» — γι'αυτόγ) «ό εστι» — δηλαδήδ) «ο μη γένοιτο» — απευχή για να μη γίνει κάτιε) «αφ' ου» — βλ. αφούστ) «εξ ου»i) εκ τούτουii) από τότε πουνεοελλ.φρ. «εκ τών ων ου άνευ» — από τα απαραίτητααρχ.Ι. ΚΛΙΣΗ: Α. (στον εν.)1. γεν. οὗς, ἧς, οὗ, επικ. τ. αρσ. ὅου, επικ. τ. θηλ. ἕης2. δοτ. ᾧ, ᾗ, ᾧ3. (αιτ.) ὅν, ἥν, ὅΒ. στον πληθ.1. (ονομ.) οἵ, αἵ, ἂ2. γεν. ὧν3. δοτ. οἷς, αἱς, οἷς, αρσ. και ουδ. και οἷσι, θηλ. και αἷσι και ᾗς και ᾗσι4. (αιτ.) οὕς, ἅς, ἅII (ως ΔΕΙΚΤ. ΑΝΤΩΝ.) (συν.ακολουθείται από τους συνδ. και ή γαρ) αυτόςIII (ως ΑΝΑΦ. ΑΝΤΩΝ.) Α. ΧΡΗΣΗ: 1. κυρίως συμφωνεί κατά γένος προς το όνομα ή την αντωνυμία τής προηγούμενης πρότασης στην οποία αναφέρεται, πολλές φορές όμως: α) το αναφορικό μπορεί να συμφωνεί με το γένος αυτού που εννοείται και όχι αυτού που δηλώνεται («τέκνων, οὓς ἤγαγε», Ευρ.)β) όταν το όνομα που προσδιορίζεται στον ενικό εννοεί ολόκληρη τάξη, το αναφορικό ακολουθεί στον πληθυντικό («κῆτος, ἅ μύρια βόσκει... Ἀμφιτρίτη», Ομ. Οδ.)γ) και το αντίθετο, όταν δηλ. αναφορικό στον ενικό αριθμό προσδιορίζει δεικτικό πληθυντικού αριθμούδ) μερικές φορές το αναφορικό τίθεται σε ουδ. γένος και έτσι συμφωνεί περισσότερο με την έννοια που ενυπάρχει στο προσδιοριζόμενο παρά με το ίδιο το προσδιοριζόμενο όνομα («διὰ τὴν πλεονεξίαν, ὃ πᾱσα φύσις διώκειν πέφυκεν», Πλάτ.)2. το ουδ. τής αντων. πολλές φορές βρίσκεται απολύτως σαν να είχε προηγηθεί μια φράση με την έννοια έτσι έχει το πράγμα («ὃ μὲν πάντων θαυμαστότατον ἀκοῡσαι ὅτι...», Πλάτ.)3. επίσης η αναφορική αντωνυμία μερικές φορές μπορεί να αναλυθεί σε σύνδεσμο και προσωπική αντωνυμία («ἄτοπα λέγεις... ὅς γε κελεύεις»ὅτι σύ γε, Ξεν.)4. ανάλογα με τα συμφραζόμενα και τα μόρια που τό συνοδεύουν, το αναφορικό μπορεί να εισαγάγει αναφορική τελική ή αναφορική συμπερασματική πρόταση (α. «πρέσβεις ἄγουσα, οἵπερ φράσωσιν», Θουκ.β. «οὐκ ἔστιν οὕτω μῶρος, ὃς θανεῑν ἐρᾷ», Σοφ.)5. συχνά και αντί τού οίος («μαθὼν ὅς εἶ φύσει», Σοφ.)6. (συν. στον Ηρόδ. σε πλάγιο λόγο αντί τού όστις ή τις) ποιος («ὃς ἦν ὁ ἀναδέξας, οὐκ ἔχω εἰπεῑν», Ηρόδ.)7. (μερικές πτώσεις χρησιμοποιούνται απολύτως) α) (η γεν. εν. αρσ. και η δοτ. εν. τού θηλ.) οὗ, ᾗ, δωρ. τ. ᾇ(τοπικά) όπου («οὗ γὰρ τοιούτων δεῑ, τοιοῡτος εἶμ' ἐγώ», Σοφ.)β) (η δοτ. εν.) οἷi) εκεί όπου, σε όποιο μέροςii) σε ποιο σημείογ) (η αιτ. εν. και πληθ. ουδ.) ὅ, ἅi) διότι, επειδήii) όθεν, διά τούτοiii) ακριβώς όπως («ὃ γὰρ ἀπέθανε, τῇ ἁμαρτίᾳ ἀπέθανεν ἐφάπαξ, ὃ δὲ ζῇ, ζῇ τῷ Θεῷ», ΚΔ)Β. ΣΥΝΤΑΞΗ: 1. κυρίως εξαρτάται από το ουσιαστικό ή το ρήμα τής πρότασης και εκφέρεται κατά τις συντακτικές τους απαιτήσεις2. πολλές φορές όμως συμφωνεί κατά την πτώση με τη λέξη που προσδιορίζεται, πράγμα το οποίο συμβαίνει συχνότατα στη δεικτική αντωνυμία, η οποία παραλείπεται, ενώ την πτώση της λαμβάνει το αναφορικό (έλξη τού αναφορικού) ή, το αντίθετο, το προσδιοριζόμενο δεικτικό λαμβάνει την πτώση τού αναφορικού (α. «οὐδὲν ὧν λέγω» — αντί οὐδὲν τούτων, ἃ λέγω», Σοφ.β. «τὰς στήλας, ἃς ἵστα, αἱ πλεῡνες» — αντί τῶν στηλῶν, Ηρόδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Η αναφ. αντων. ὅς, ἥ, ὅ (< θ. *yo-) ανάγεται σε ΙΕ τ. *yos, *yā, *yod και συνδέεται με αρχ. ινδ. yah, yā, yad, αβεστ. yō, yā, yat, αρχ. σλαβ. ižė, jaže. Στη Λατινική και Ιταλική η αναφ. αντων. qui προέρχεται από εντελώς διαφορετικό θ. Το θ. τής αντων. δς είχε αρχικά δεικτική σημ. (πρβλ. θ. e- / ei- / i- τού λατ. is). Σε πολλές διαλέκτους, αντί τής αναφ. αντων. χρησιμοποιήθηκε το άρθρο ὁ, ἡ, τό (βλ. λ. ο, η, το). Τέλος, από την αντων. ὅς, ἥ, ὅ παράγονται μερικά αναφ. επίθ., όπως τα: οἷος και ὅσος, ενώ το θ. *yo- απαντά ως α' συνθετικό σε αναφ. αντων. και επιρρ. (πρβλ. οποίος, οπόσος, όπως κ.λπ.)].————————(II)ὅς, ἥ, ὅv (Α)(κτητ. αντων.)1. (γ' πρόσ. συνηρ. τ. τού εός, εή, εόν, που τίθεται πριν ή μετά από το προσδιοριζόμενο όνομα) ο δικός του («δίδωσιν ἐκγόνοισιν οἷς», Ευρ.)2. (σπαν. β' πρόσ. αντί τού σος, ση, σον) ο δικός σου3. (σπανιότατα α' πρόσ. αντί τού εμός, εμή, εμόν) ο δικός μου.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ε].
Dictionary of Greek. 2013.